Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταμάθησις
καταμαθητέον
καταμαθητικός
καταμαίνομαι
καταμάκτης
κατάμακτος
καταμαλακίζω
καταμαλάσσω
καταμαλθακίζομαι
καταμανθάνω
καταμαντεία
καταμαντεύομαι
καταμαραίνω
καταμαργάω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμαρτύρομαι
καταμασάομαι
καταμάσσω
καταμαστιγόω
καταμαστίζω
View word page
καταμαντεία
divination
ShortDef
divination
Debugging
Headword:
καταμαντεία
Headword (normalized):
καταμαντεία
Headword (normalized/stripped):
καταμαντεια
IDX:
46031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46032
Key:
Data
{'content': 'divination'}