Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμαθηματικεύω
καταμάθησις
καταμαθητέον
καταμαθητικός
καταμαίνομαι
καταμάκτης
κατάμακτος
καταμαλακίζω
καταμαλάσσω
καταμαλθακίζομαι
καταμανθάνω
καταμαντεία
καταμαντεύομαι
καταμαραίνω
καταμαργάω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμαρτύρομαι
καταμασάομαι
καταμάσσω
καταμαστιγόω
View word page
καταμανθάνω
to observe well, examine closely

ShortDef

to observe well, examine closely

Debugging

Headword:
καταμανθάνω
Headword (normalized):
καταμανθάνω
Headword (normalized/stripped):
καταμανθανω
IDX:
46030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46031
Key:

Data

{'content': 'to observe well, examine closely'}