Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμαγεύω
καταμαθηματικεύω
καταμάθησις
καταμαθητέον
καταμαθητικός
καταμαίνομαι
καταμάκτης
κατάμακτος
καταμαλακίζω
καταμαλάσσω
καταμαλθακίζομαι
καταμανθάνω
καταμαντεία
καταμαντεύομαι
καταμαραίνω
καταμαργάω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμαρτύρομαι
καταμασάομαι
καταμάσσω
View word page
καταμαλθακίζομαι
to be enervated

ShortDef

to be enervated

Debugging

Headword:
καταμαλθακίζομαι
Headword (normalized):
καταμαλθακίζομαι
Headword (normalized/stripped):
καταμαλθακιζομαι
IDX:
46029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46030
Key:

Data

{'content': 'to be enervated'}