Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμιγής
ἄμιθα
ἄμικτος
Ἀμίλκας
ἅμιλλα
ἁμιλλάομαι
ἁμίλλημα
ἁμιλλητέον
ἁμιλλητήρ
ἁμιλλητήριος
ἁμιλλητικός
ἀμίλτωτος
ἀμιμητόβιοι
ἀμιμητόβιος
ἀμίμητος
ἀμιξία
ἅμιππος
ἀμίς
ἀμίσαλλος
ἀμισής
ἀμισθί
View word page
ἁμιλλητικός
of/for contest
ShortDef
of/for contest
Debugging
Headword:
ἁμιλλητικός
Headword (normalized):
ἁμιλλητικός
Headword (normalized/stripped):
αμιλλητικος
IDX:
4602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4603
Key:
Data
{'content': 'of/for contest'}