Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταμαγεῖον
καταμαγεύω
καταμαθηματικεύω
καταμάθησις
καταμαθητέον
καταμαθητικός
καταμαίνομαι
καταμάκτης
κατάμακτος
καταμαλακίζω
καταμαλάσσω
καταμαλθακίζομαι
καταμανθάνω
καταμαντεία
καταμαντεύομαι
καταμαραίνω
καταμαργάω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμαρτύρομαι
καταμασάομαι
View word page
καταμαλάσσω
to soften much
ShortDef
to soften much
Debugging
Headword:
καταμαλάσσω
Headword (normalized):
καταμαλάσσω
Headword (normalized/stripped):
καταμαλασσω
IDX:
46028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46029
Key:
Data
{'content': 'to soften much'}