Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμαγγανεύω
καταμαγεῖον
καταμαγεύω
καταμαθηματικεύω
καταμάθησις
καταμαθητέον
καταμαθητικός
καταμαίνομαι
καταμάκτης
κατάμακτος
καταμαλακίζω
καταμαλάσσω
καταμαλθακίζομαι
καταμανθάνω
καταμαντεία
καταμαντεύομαι
καταμαραίνω
καταμαργάω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμαρτύρομαι
View word page
καταμαλακίζω
to make soft

ShortDef

to make soft

Debugging

Headword:
καταμαλακίζω
Headword (normalized):
καταμαλακίζω
Headword (normalized/stripped):
καταμαλακιζω
IDX:
46027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46028
Key:

Data

{'content': 'to make soft'}