Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταλωφάω
καταμαγγανεύω
καταμαγεῖον
καταμαγεύω
καταμαθηματικεύω
καταμάθησις
καταμαθητέον
καταμαθητικός
καταμαίνομαι
καταμάκτης
κατάμακτος
καταμαλακίζω
καταμαλάσσω
καταμαλθακίζομαι
καταμανθάνω
καταμαντεία
καταμαντεύομαι
καταμαραίνω
καταμαργάω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
View word page
κατάμακτος
cast, moulded

ShortDef

cast, moulded

Debugging

Headword:
κατάμακτος
Headword (normalized):
κατάμακτος
Headword (normalized/stripped):
καταμακτος
IDX:
46026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46027
Key:

Data

{'content': 'cast, moulded'}