Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταλωβάω
καταλωφάω
καταμαγγανεύω
καταμαγεῖον
καταμαγεύω
καταμαθηματικεύω
καταμάθησις
καταμαθητέον
καταμαθητικός
καταμαίνομαι
καταμάκτης
κατάμακτος
καταμαλακίζω
καταμαλάσσω
καταμαλθακίζομαι
καταμανθάνω
καταμαντεία
καταμαντεύομαι
καταμαραίνω
καταμαργάω
καταμάρπτω
View word page
καταμάκτης
one who wipes off

ShortDef

one who wipes off

Debugging

Headword:
καταμάκτης
Headword (normalized):
καταμάκτης
Headword (normalized/stripped):
καταμακτης
IDX:
46025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46026
Key:

Data

{'content': 'one who wipes off'}