Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταλύω
καταλωβάω
καταλωφάω
καταμαγγανεύω
καταμαγεῖον
καταμαγεύω
καταμαθηματικεύω
καταμάθησις
καταμαθητέον
καταμαθητικός
καταμαίνομαι
καταμάκτης
κατάμακτος
καταμαλακίζω
καταμαλάσσω
καταμαλθακίζομαι
καταμανθάνω
καταμαντεία
καταμαντεύομαι
καταμαραίνω
καταμαργάω
View word page
καταμαίνομαι
do mad acts against

ShortDef

do mad acts against

Debugging

Headword:
καταμαίνομαι
Headword (normalized):
καταμαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
καταμαινομαι
IDX:
46024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46025
Key:

Data

{'content': 'do mad acts against'}