Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταλυτικός
καταλύω
καταλωβάω
καταλωφάω
καταμαγγανεύω
καταμαγεῖον
καταμαγεύω
καταμαθηματικεύω
καταμάθησις
καταμαθητέον
καταμαθητικός
καταμαίνομαι
καταμάκτης
κατάμακτος
καταμαλακίζω
καταμαλάσσω
καταμαλθακίζομαι
καταμανθάνω
καταμαντεία
καταμαντεύομαι
καταμαραίνω
View word page
καταμαθητικός
apt at learning

ShortDef

apt at learning

Debugging

Headword:
καταμαθητικός
Headword (normalized):
καταμαθητικός
Headword (normalized/stripped):
καταμαθητικος
IDX:
46023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46024
Key:

Data

{'content': 'apt at learning'}