Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταλύτης
καταλυτικός
καταλύω
καταλωβάω
καταλωφάω
καταμαγγανεύω
καταμαγεῖον
καταμαγεύω
καταμαθηματικεύω
καταμάθησις
καταμαθητέον
καταμαθητικός
καταμαίνομαι
καταμάκτης
κατάμακτος
καταμαλακίζω
καταμαλάσσω
καταμαλθακίζομαι
καταμανθάνω
καταμαντεία
καταμαντεύομαι
View word page
καταμαθητέον
one must learn thoroughly, observe closely
ShortDef
one must learn thoroughly, observe closely
Debugging
Headword:
καταμαθητέον
Headword (normalized):
καταμαθητέον
Headword (normalized/stripped):
καταμαθητεον
IDX:
46022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46023
Key:
Data
{'content': 'one must learn thoroughly, observe closely'}