Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταλυτήρ
καταλύτης
καταλυτικός
καταλύω
καταλωβάω
καταλωφάω
καταμαγγανεύω
καταμαγεῖον
καταμαγεύω
καταμαθηματικεύω
καταμάθησις
καταμαθητέον
καταμαθητικός
καταμαίνομαι
καταμάκτης
κατάμακτος
καταμαλακίζω
καταμαλάσσω
καταμαλθακίζομαι
καταμανθάνω
καταμαντεία
View word page
καταμάθησις
thorough knowledge

ShortDef

thorough knowledge

Debugging

Headword:
καταμάθησις
Headword (normalized):
καταμάθησις
Headword (normalized/stripped):
καταμαθησις
IDX:
46021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46022
Key:

Data

{'content': 'thorough knowledge'}