Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταλυτέος
καταλυτήρ
καταλύτης
καταλυτικός
καταλύω
καταλωβάω
καταλωφάω
καταμαγγανεύω
καταμαγεῖον
καταμαγεύω
καταμαθηματικεύω
καταμάθησις
καταμαθητέον
καταμαθητικός
καταμαίνομαι
καταμάκτης
κατάμακτος
καταμαλακίζω
καταμαλάσσω
καταμαλθακίζομαι
καταμανθάνω
View word page
καταμαθηματικεύω
reduce to mathematical terms
ShortDef
reduce to mathematical terms
Debugging
Headword:
καταμαθηματικεύω
Headword (normalized):
καταμαθηματικεύω
Headword (normalized/stripped):
καταμαθηματικευω
IDX:
46020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46021
Key:
Data
{'content': 'reduce to mathematical terms'}