Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάλυσις
καταλυτέος
καταλυτήρ
καταλύτης
καταλυτικός
καταλύω
καταλωβάω
καταλωφάω
καταμαγγανεύω
καταμαγεῖον
καταμαγεύω
καταμαθηματικεύω
καταμάθησις
καταμαθητέον
καταμαθητικός
καταμαίνομαι
καταμάκτης
κατάμακτος
καταμαλακίζω
καταμαλάσσω
καταμαλθακίζομαι
View word page
καταμαγεύω
to bewitch
ShortDef
to bewitch
Debugging
Headword:
καταμαγεύω
Headword (normalized):
καταμαγεύω
Headword (normalized/stripped):
καταμαγευω
IDX:
46019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46020
Key:
Data
{'content': 'to bewitch'}