Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμίας
ἀμιγής
ἄμιθα
ἄμικτος
Ἀμίλκας
ἅμιλλα
ἁμιλλάομαι
ἁμίλλημα
ἁμιλλητέον
ἁμιλλητήρ
ἁμιλλητήριος
ἁμιλλητικός
ἀμίλτωτος
ἀμιμητόβιοι
ἀμιμητόβιος
ἀμίμητος
ἀμιξία
ἅμιππος
ἀμίς
ἀμίσαλλος
ἀμισής
View word page
ἁμιλλητήριος
of contest
ShortDef
of contest
Debugging
Headword:
ἁμιλλητήριος
Headword (normalized):
ἁμιλλητήριος
Headword (normalized/stripped):
αμιλλητηριος
IDX:
4601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4602
Key:
Data
{'content': 'of contest'}