Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάλυπρος
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλυτέος
καταλυτήρ
καταλύτης
καταλυτικός
καταλύω
καταλωβάω
καταλωφάω
καταμαγγανεύω
καταμαγεῖον
καταμαγεύω
καταμαθηματικεύω
καταμάθησις
καταμαθητέον
καταμαθητικός
καταμαίνομαι
καταμάκτης
κατάμακτος
καταμαλακίζω
View word page
καταμαγγανεύω
subdue by sorceries

ShortDef

subdue by sorceries

Debugging

Headword:
καταμαγγανεύω
Headword (normalized):
καταμαγγανεύω
Headword (normalized/stripped):
καταμαγγανευω
IDX:
46017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46018
Key:

Data

{'content': 'subdue by sorceries'}