Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταλύμανσις
κατάλυπρος
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλυτέος
καταλυτήρ
καταλύτης
καταλυτικός
καταλύω
καταλωβάω
καταλωφάω
καταμαγγανεύω
καταμαγεῖον
καταμαγεύω
καταμαθηματικεύω
καταμάθησις
καταμαθητέον
καταμαθητικός
καταμαίνομαι
καταμάκτης
κατάμακτος
View word page
καταλωφάω
to rest from

ShortDef

to rest from

Debugging

Headword:
καταλωφάω
Headword (normalized):
καταλωφάω
Headword (normalized/stripped):
καταλωφαω
IDX:
46016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46017
Key:

Data

{'content': 'to rest from'}