Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταλυμακόομαι
καταλύμανσις
κατάλυπρος
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλυτέος
καταλυτήρ
καταλύτης
καταλυτικός
καταλύω
καταλωβάω
καταλωφάω
καταμαγγανεύω
καταμαγεῖον
καταμαγεύω
καταμαθηματικεύω
καταμάθησις
καταμαθητέον
καταμαθητικός
καταμαίνομαι
καταμάκτης
View word page
καταλωβάω
mutilate

ShortDef

mutilate

Debugging

Headword:
καταλωβάω
Headword (normalized):
καταλωβάω
Headword (normalized/stripped):
καταλωβαω
IDX:
46015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46016
Key:

Data

{'content': 'mutilate'}