Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταλυμαίνομαι
καταλυμακόομαι
καταλύμανσις
κατάλυπρος
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλυτέος
καταλυτήρ
καταλύτης
καταλυτικός
καταλύω
καταλωβάω
καταλωφάω
καταμαγγανεύω
καταμαγεῖον
καταμαγεύω
καταμαθηματικεύω
καταμάθησις
καταμαθητέον
καταμαθητικός
καταμαίνομαι
View word page
καταλύω
to put down, destroy; settle (disputes); lodge, rest
ShortDef
to put down, destroy; settle (disputes); lodge, rest
Debugging
Headword:
καταλύω
Headword (normalized):
καταλύω
Headword (normalized/stripped):
καταλυω
IDX:
46014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46015
Key:
Data
{'content': 'to put down, destroy; settle (disputes); lodge, rest'}