Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάλυμα
καταλυμαίνομαι
καταλυμακόομαι
καταλύμανσις
κατάλυπρος
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλυτέος
καταλυτήρ
καταλύτης
καταλυτικός
καταλύω
καταλωβάω
καταλωφάω
καταμαγγανεύω
καταμαγεῖον
καταμαγεύω
καταμαθηματικεύω
καταμάθησις
καταμαθητέον
καταμαθητικός
View word page
καταλυτικός
able to dissolve

ShortDef

able to dissolve

Debugging

Headword:
καταλυτικός
Headword (normalized):
καταλυτικός
Headword (normalized/stripped):
καταλυτικος
IDX:
46013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46014
Key:

Data

{'content': 'able to dissolve'}