Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταλυκουργίζω
κατάλυμα
καταλυμαίνομαι
καταλυμακόομαι
καταλύμανσις
κατάλυπρος
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλυτέος
καταλυτήρ
καταλύτης
καταλυτικός
καταλύω
καταλωβάω
καταλωφάω
καταμαγγανεύω
καταμαγεῖον
καταμαγεύω
καταμαθηματικεύω
καταμάθησις
καταμαθητέον
View word page
καταλύτης
lodger, stranger
ShortDef
lodger, stranger
Debugging
Headword:
καταλύτης
Headword (normalized):
καταλύτης
Headword (normalized/stripped):
καταλυτης
IDX:
46012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46013
Key:
Data
{'content': 'lodger, stranger'}