Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταλσής
καταλυκουργίζω
κατάλυμα
καταλυμαίνομαι
καταλυμακόομαι
καταλύμανσις
κατάλυπρος
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλυτέος
καταλυτήρ
καταλύτης
καταλυτικός
καταλύω
καταλωβάω
καταλωφάω
καταμαγγανεύω
καταμαγεῖον
καταμαγεύω
καταμαθηματικεύω
καταμάθησις
View word page
καταλυτήρ
arbitrator

ShortDef

arbitrator

Debugging

Headword:
καταλυτήρ
Headword (normalized):
καταλυτήρ
Headword (normalized/stripped):
καταλυτηρ
IDX:
46011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46012
Key:

Data

{'content': 'arbitrator'}