Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταλοχισμός
καταλσής
καταλυκουργίζω
κατάλυμα
καταλυμαίνομαι
καταλυμακόομαι
καταλύμανσις
κατάλυπρος
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλυτέος
καταλυτήρ
καταλύτης
καταλυτικός
καταλύω
καταλωβάω
καταλωφάω
καταμαγγανεύω
καταμαγεῖον
καταμαγεύω
καταμαθηματικεύω
View word page
καταλυτέος
to be put down

ShortDef

to be put down

Debugging

Headword:
καταλυτέος
Headword (normalized):
καταλυτέος
Headword (normalized/stripped):
καταλυτεος
IDX:
46010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46011
Key:

Data

{'content': 'to be put down'}