Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταλοχίζω
καταλοχισμός
καταλσής
καταλυκουργίζω
κατάλυμα
καταλυμαίνομαι
καταλυμακόομαι
καταλύμανσις
κατάλυπρος
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλυτέος
καταλυτήρ
καταλύτης
καταλυτικός
καταλύω
καταλωβάω
καταλωφάω
καταμαγγανεύω
καταμαγεῖον
καταμαγεύω
View word page
κατάλυσις
a dissolving, dissolution; lodging, resting place
ShortDef
a dissolving, dissolution; lodging, resting place
Debugging
Headword:
κατάλυσις
Headword (normalized):
κατάλυσις
Headword (normalized/stripped):
καταλυσις
IDX:
46009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46010
Key:
Data
{'content': 'a dissolving, dissolution; lodging, resting place'}