Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταλουστικοί
καταλοφάδεια
καταλοχίζω
καταλοχισμός
καταλσής
καταλυκουργίζω
κατάλυμα
καταλυμαίνομαι
καταλυμακόομαι
καταλύμανσις
κατάλυπρος
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλυτέος
καταλυτήρ
καταλύτης
καταλυτικός
καταλύω
καταλωβάω
καταλωφάω
καταμαγγανεύω
View word page
κατάλυπρος
sad
ShortDef
sad
Debugging
Headword:
κατάλυπρος
Headword (normalized):
κατάλυπρος
Headword (normalized/stripped):
καταλυπρος
IDX:
46007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46008
Key:
Data
{'content': 'sad'}