Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταλούομαι
καταλουστικοί
καταλοφάδεια
καταλοχίζω
καταλοχισμός
καταλσής
καταλυκουργίζω
κατάλυμα
καταλυμαίνομαι
καταλυμακόομαι
καταλύμανσις
κατάλυπρος
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλυτέος
καταλυτήρ
καταλύτης
καταλυτικός
καταλύω
καταλωβάω
καταλωφάω
View word page
καταλύμανσις
ravaging
ShortDef
ravaging
Debugging
Headword:
καταλύμανσις
Headword (normalized):
καταλύμανσις
Headword (normalized/stripped):
καταλυμανσις
IDX:
46006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46007
Key:
Data
{'content': 'ravaging'}