Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταλοκίζω
καταλούομαι
καταλουστικοί
καταλοφάδεια
καταλοχίζω
καταλοχισμός
καταλσής
καταλυκουργίζω
κατάλυμα
καταλυμαίνομαι
καταλυμακόομαι
καταλύμανσις
κατάλυπρος
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλυτέος
καταλυτήρ
καταλύτης
καταλυτικός
καταλύω
καταλωβάω
View word page
καταλυμακόομαι
to be silted up

ShortDef

to be silted up

Debugging

Headword:
καταλυμακόομαι
Headword (normalized):
καταλυμακόομαι
Headword (normalized/stripped):
καταλυμακοομαι
IDX:
46005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46006
Key:

Data

{'content': 'to be silted up'}