Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταλοιδορέω
κατάλοιπος
καταλοκίζω
καταλούομαι
καταλουστικοί
καταλοφάδεια
καταλοχίζω
καταλοχισμός
καταλσής
καταλυκουργίζω
κατάλυμα
καταλυμαίνομαι
καταλυμακόομαι
καταλύμανσις
κατάλυπρος
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλυτέος
καταλυτήρ
καταλύτης
καταλυτικός
View word page
κατάλυμα
an inn, lodging

ShortDef

an inn, lodging

Debugging

Headword:
κατάλυμα
Headword (normalized):
κατάλυμα
Headword (normalized/stripped):
καταλυμα
IDX:
46003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46004
Key:

Data

{'content': 'an inn, lodging'}