Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταλογίζομαι
κατάλογος
καταλοιδορέω
κατάλοιπος
καταλοκίζω
καταλούομαι
καταλουστικοί
καταλοφάδεια
καταλοχίζω
καταλοχισμός
καταλσής
καταλυκουργίζω
κατάλυμα
καταλυμαίνομαι
καταλυμακόομαι
καταλύμανσις
κατάλυπρος
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλυτέος
καταλυτήρ
View word page
καταλσής
woody

ShortDef

woody

Debugging

Headword:
καταλσής
Headword (normalized):
καταλσής
Headword (normalized/stripped):
καταλσης
IDX:
46001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46002
Key:

Data

{'content': 'woody'}