Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταλογεύς
καταλογή
καταλογίζομαι
κατάλογος
καταλοιδορέω
κατάλοιπος
καταλοκίζω
καταλούομαι
καταλουστικοί
καταλοφάδεια
καταλοχίζω
καταλοχισμός
καταλσής
καταλυκουργίζω
κατάλυμα
καταλυμαίνομαι
καταλυμακόομαι
καταλύμανσις
κατάλυπρος
καταλύσιμος
κατάλυσις
View word page
καταλοχίζω
to distribute into

ShortDef

to distribute into

Debugging

Headword:
καταλοχίζω
Headword (normalized):
καταλοχίζω
Headword (normalized/stripped):
καταλοχιζω
IDX:
45999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46000
Key:

Data

{'content': 'to distribute into'}