Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἅγιος
ἁγιότης
Ἆγις
ἁγισμός
ἁγιστεία
ἁγίστευμα
ἁγιστεύω
ἁγιστός
ἁγιστύς
ἁγιώδως
ἁγιωσύνη
ἀγκάζομαι
ἄγκαθεν
Ἀγκαῖος
ἀγκάλη
ἀγκαλιδαγωγέω
ἀγκαλιδαγωγός
ἀγκαλίδη
ἀγκαλίζομαι
ἀγκαλῖναι
ἀγκαλίς
View word page
ἁγιωσύνη
holiness, sanctity
ShortDef
holiness, sanctity
Debugging
Headword:
ἁγιωσύνη
Headword (normalized):
ἁγιωσύνη
Headword (normalized/stripped):
αγιωσυνη
IDX:
459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-460
Key:
Data
{'content': 'holiness, sanctity'}