Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταλοβεύς
καταλογάδην
καταλογεῖον
καταλογεύς
καταλογή
καταλογίζομαι
κατάλογος
καταλοιδορέω
κατάλοιπος
καταλοκίζω
καταλούομαι
καταλουστικοί
καταλοφάδεια
καταλοχίζω
καταλοχισμός
καταλσής
καταλυκουργίζω
κατάλυμα
καταλυμαίνομαι
καταλυμακόομαι
καταλύμανσις
View word page
καταλούομαι
to spend in bathing

ShortDef

to spend in bathing

Debugging

Headword:
καταλούομαι
Headword (normalized):
καταλούομαι
Headword (normalized/stripped):
καταλουομαι
IDX:
45996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45997
Key:

Data

{'content': 'to spend in bathing'}