Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταλοάω
καταλοβεύς
καταλογάδην
καταλογεῖον
καταλογεύς
καταλογή
καταλογίζομαι
κατάλογος
καταλοιδορέω
κατάλοιπος
καταλοκίζω
καταλούομαι
καταλουστικοί
καταλοφάδεια
καταλοχίζω
καταλοχισμός
καταλσής
καταλυκουργίζω
κατάλυμα
καταλυμαίνομαι
καταλυμακόομαι
View word page
καταλοκίζω
to cut into furrows

ShortDef

to cut into furrows

Debugging

Headword:
καταλοκίζω
Headword (normalized):
καταλοκίζω
Headword (normalized/stripped):
καταλοκιζω
IDX:
45995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45996
Key:

Data

{'content': 'to cut into furrows'}