Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταλληλότης
καταλοάω
καταλοβεύς
καταλογάδην
καταλογεῖον
καταλογεύς
καταλογή
καταλογίζομαι
κατάλογος
καταλοιδορέω
κατάλοιπος
καταλοκίζω
καταλούομαι
καταλουστικοί
καταλοφάδεια
καταλοχίζω
καταλοχισμός
καταλσής
καταλυκουργίζω
κατάλυμα
καταλυμαίνομαι
View word page
κατάλοιπος
left remaining

ShortDef

left remaining

Debugging

Headword:
κατάλοιπος
Headword (normalized):
κατάλοιπος
Headword (normalized/stripped):
καταλοιπος
IDX:
45994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45995
Key:

Data

{'content': 'left remaining'}