Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάλληλος
καταλληλότης
καταλοάω
καταλοβεύς
καταλογάδην
καταλογεῖον
καταλογεύς
καταλογή
καταλογίζομαι
κατάλογος
καταλοιδορέω
κατάλοιπος
καταλοκίζω
καταλούομαι
καταλουστικοί
καταλοφάδεια
καταλοχίζω
καταλοχισμός
καταλσής
καταλυκουργίζω
κατάλυμα
View word page
καταλοιδορέω
rail violently against

ShortDef

rail violently against

Debugging

Headword:
καταλοιδορέω
Headword (normalized):
καταλοιδορέω
Headword (normalized/stripped):
καταλοιδορεω
IDX:
45993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45994
Key:

Data

{'content': 'rail violently against'}