Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταλλάσσω
καταλληλία
κατάλληλος
καταλληλότης
καταλοάω
καταλοβεύς
καταλογάδην
καταλογεῖον
καταλογεύς
καταλογή
καταλογίζομαι
κατάλογος
καταλοιδορέω
κατάλοιπος
καταλοκίζω
καταλούομαι
καταλουστικοί
καταλοφάδεια
καταλοχίζω
καταλοχισμός
καταλσής
View word page
καταλογίζομαι
to count up, number, reckon

ShortDef

to count up, number, reckon

Debugging

Headword:
καταλογίζομαι
Headword (normalized):
καταλογίζομαι
Headword (normalized/stripped):
καταλογιζομαι
IDX:
45991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45992
Key:

Data

{'content': 'to count up, number, reckon'}