Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταλλακτικός
κατάλλαξις
καταλλάσσω
καταλληλία
κατάλληλος
καταλληλότης
καταλοάω
καταλοβεύς
καταλογάδην
καταλογεῖον
καταλογεύς
καταλογή
καταλογίζομαι
κατάλογος
καταλοιδορέω
κατάλοιπος
καταλοκίζω
καταλούομαι
καταλουστικοί
καταλοφάδεια
καταλοχίζω
View word page
καταλογεύς
officer who enrols citizens
ShortDef
officer who enrols citizens
Debugging
Headword:
καταλογεύς
Headword (normalized):
καταλογεύς
Headword (normalized/stripped):
καταλογευς
IDX:
45989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45990
Key:
Data
{'content': 'officer who enrols citizens'}