Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμία
ἀμία2
ἀμίαντος
ἀμίας
ἀμιγής
ἄμιθα
ἄμικτος
Ἀμίλκας
ἅμιλλα
ἁμιλλάομαι
ἁμίλλημα
ἁμιλλητέον
ἁμιλλητήρ
ἁμιλλητήριος
ἁμιλλητικός
ἀμίλτωτος
ἀμιμητόβιοι
ἀμιμητόβιος
ἀμίμητος
ἀμιξία
ἅμιππος
View word page
ἁμίλλημα
a conflict

ShortDef

a conflict

Debugging

Headword:
ἁμίλλημα
Headword (normalized):
ἁμίλλημα
Headword (normalized/stripped):
αμιλλημα
IDX:
4598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4599
Key:

Data

{'content': 'a conflict'}