Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταλλάκτης
καταλλακτικός
κατάλλαξις
καταλλάσσω
καταλληλία
κατάλληλος
καταλληλότης
καταλοάω
καταλοβεύς
καταλογάδην
καταλογεῖον
καταλογεύς
καταλογή
καταλογίζομαι
κατάλογος
καταλοιδορέω
κατάλοιπος
καταλοκίζω
καταλούομαι
καταλουστικοί
καταλοφάδεια
View word page
καταλογεῖον
record office
ShortDef
record office
Debugging
Headword:
καταλογεῖον
Headword (normalized):
καταλογεῖον
Headword (normalized/stripped):
καταλογειον
IDX:
45988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45989
Key:
Data
{'content': 'record office'}