Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταλλακτήριος
καταλλάκτης
καταλλακτικός
κατάλλαξις
καταλλάσσω
καταλληλία
κατάλληλος
καταλληλότης
καταλοάω
καταλοβεύς
καταλογάδην
καταλογεῖον
καταλογεύς
καταλογή
καταλογίζομαι
κατάλογος
καταλοιδορέω
κατάλοιπος
καταλοκίζω
καταλούομαι
καταλουστικοί
View word page
καταλογάδην
by way of conversation, in prose

ShortDef

by way of conversation, in prose

Debugging

Headword:
καταλογάδην
Headword (normalized):
καταλογάδην
Headword (normalized/stripped):
καταλογαδην
IDX:
45987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45988
Key:

Data

{'content': 'by way of conversation, in prose'}