Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταλιχμάομαι
καταλλάγδην
καταλλαγή
καταλλακτήριος
καταλλάκτης
καταλλακτικός
κατάλλαξις
καταλλάσσω
καταλληλία
κατάλληλος
καταλληλότης
καταλοάω
καταλοβεύς
καταλογάδην
καταλογεῖον
καταλογεύς
καταλογή
καταλογίζομαι
κατάλογος
καταλοιδορέω
κατάλοιπος
View word page
καταλληλότης
correct construction

ShortDef

correct construction

Debugging

Headword:
καταλληλότης
Headword (normalized):
καταλληλότης
Headword (normalized/stripped):
καταλληλοτης
IDX:
45984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45985
Key:

Data

{'content': 'correct construction'}