Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταλίπαρος
καταλιφή
καταλιχμάζομαι
καταλιχμάομαι
καταλλάγδην
καταλλαγή
καταλλακτήριος
καταλλάκτης
καταλλακτικός
κατάλλαξις
καταλλάσσω
καταλληλία
κατάλληλος
καταλληλότης
καταλοάω
καταλοβεύς
καταλογάδην
καταλογεῖον
καταλογεύς
καταλογή
καταλογίζομαι
View word page
καταλλάσσω
to change, exchange; reconcile

ShortDef

to change, exchange; reconcile

Debugging

Headword:
καταλλάσσω
Headword (normalized):
καταλλάσσω
Headword (normalized/stripped):
καταλλασσω
IDX:
45981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45982
Key:

Data

{'content': 'to change, exchange; reconcile'}