Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄμι
ἀμία
ἀμία2
ἀμίαντος
ἀμίας
ἀμιγής
ἄμιθα
ἄμικτος
Ἀμίλκας
ἅμιλλα
ἁμιλλάομαι
ἁμίλλημα
ἁμιλλητέον
ἁμιλλητήρ
ἁμιλλητήριος
ἁμιλλητικός
ἀμίλτωτος
ἀμιμητόβιοι
ἀμιμητόβιος
ἀμίμητος
ἀμιξία
View word page
ἁμιλλάομαι
to compete, vie, contend with

ShortDef

to compete, vie, contend with

Debugging

Headword:
ἁμιλλάομαι
Headword (normalized):
ἁμιλλάομαι
Headword (normalized/stripped):
αμιλλαομαι
IDX:
4597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4598
Key:

Data

{'content': 'to compete, vie, contend with'}