Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταλιθάζω
καταλιθοβολέω
κατάλιθος
καταλιθόω
καταλιμνάζω
καταλιπαίνω
καταλιπαρέω
καταλίπαρος
καταλιφή
καταλιχμάζομαι
καταλιχμάομαι
καταλλάγδην
καταλλαγή
καταλλακτήριος
καταλλάκτης
καταλλακτικός
κατάλλαξις
καταλλάσσω
καταλληλία
κατάλληλος
καταλληλότης
View word page
καταλιχμάομαι
lick up, eat

ShortDef

lick up, eat

Debugging

Headword:
καταλιχμάομαι
Headword (normalized):
καταλιχμάομαι
Headword (normalized/stripped):
καταλιχμαομαι
IDX:
45974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45975
Key:

Data

{'content': 'lick up, eat'}