Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταλήψιμος
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθοβολέω
κατάλιθος
καταλιθόω
καταλιμνάζω
καταλιπαίνω
καταλιπαρέω
καταλίπαρος
καταλιφή
καταλιχμάζομαι
καταλιχμάομαι
καταλλάγδην
καταλλαγή
καταλλακτήριος
καταλλάκτης
καταλλακτικός
κατάλλαξις
καταλλάσσω
καταλληλία
View word page
καταλιφή
plastering, whitewashing

ShortDef

plastering, whitewashing

Debugging

Headword:
καταλιφή
Headword (normalized):
καταλιφή
Headword (normalized/stripped):
καταλιφη
IDX:
45972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45973
Key:

Data

{'content': 'plastering, whitewashing'}