Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταληρέω
καταλήψιμος
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθοβολέω
κατάλιθος
καταλιθόω
καταλιμνάζω
καταλιπαίνω
καταλιπαρέω
καταλίπαρος
καταλιφή
καταλιχμάζομαι
καταλιχμάομαι
καταλλάγδην
καταλλαγή
καταλλακτήριος
καταλλάκτης
καταλλακτικός
κατάλλαξις
καταλλάσσω
View word page
καταλίπαρος
very greasy
ShortDef
very greasy
Debugging
Headword:
καταλίπαρος
Headword (normalized):
καταλίπαρος
Headword (normalized/stripped):
καταλιπαρος
IDX:
45971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45972
Key:
Data
{'content': 'very greasy'}