Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταληπτός
καταληρέω
καταλήψιμος
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθοβολέω
κατάλιθος
καταλιθόω
καταλιμνάζω
καταλιπαίνω
καταλιπαρέω
καταλίπαρος
καταλιφή
καταλιχμάζομαι
καταλιχμάομαι
καταλλάγδην
καταλλαγή
καταλλακτήριος
καταλλάκτης
καταλλακτικός
κατάλλαξις
View word page
καταλιπαρέω
to entreat earnestly

ShortDef

to entreat earnestly

Debugging

Headword:
καταλιπαρέω
Headword (normalized):
καταλιπαρέω
Headword (normalized/stripped):
καταλιπαρεω
IDX:
45970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45971
Key:

Data

{'content': 'to entreat earnestly'}