Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάληπτος
καταληπτός
καταληρέω
καταλήψιμος
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθοβολέω
κατάλιθος
καταλιθόω
καταλιμνάζω
καταλιπαίνω
καταλιπαρέω
καταλίπαρος
καταλιφή
καταλιχμάζομαι
καταλιχμάομαι
καταλλάγδην
καταλλαγή
καταλλακτήριος
καταλλάκτης
καταλλακτικός
View word page
καταλιπαίνω
make very fat

ShortDef

make very fat

Debugging

Headword:
καταλιπαίνω
Headword (normalized):
καταλιπαίνω
Headword (normalized/stripped):
καταλιπαινω
IDX:
45969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45970
Key:

Data

{'content': 'make very fat'}