Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταληπτικός
κατάληπτος
καταληπτός
καταληρέω
καταλήψιμος
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθοβολέω
κατάλιθος
καταλιθόω
καταλιμνάζω
καταλιπαίνω
καταλιπαρέω
καταλίπαρος
καταλιφή
καταλιχμάζομαι
καταλιχμάομαι
καταλλάγδην
καταλλαγή
καταλλακτήριος
καταλλάκτης
View word page
καταλιμνάζω
to make into a lake

ShortDef

to make into a lake

Debugging

Headword:
καταλιμνάζω
Headword (normalized):
καταλιμνάζω
Headword (normalized/stripped):
καταλιμναζω
IDX:
45968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45969
Key:

Data

{'content': 'to make into a lake'}