Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταληπτήρ
καταληπτικός
κατάληπτος
καταληπτός
καταληρέω
καταλήψιμος
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθοβολέω
κατάλιθος
καταλιθόω
καταλιμνάζω
καταλιπαίνω
καταλιπαρέω
καταλίπαρος
καταλιφή
καταλιχμάζομαι
καταλιχμάομαι
καταλλάγδην
καταλλαγή
καταλλακτήριος
View word page
καταλιθόω
to stone to death

ShortDef

to stone to death

Debugging

Headword:
καταλιθόω
Headword (normalized):
καταλιθόω
Headword (normalized/stripped):
καταλιθοω
IDX:
45967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45968
Key:

Data

{'content': 'to stone to death'}